- καναχά
- κᾰνᾰχά1 shrilling
παντᾷ δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται P. 10.39
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
παντᾷ δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται P. 10.39
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
καναχά — καναχά̱ , καναχή sharp sound fem nom/voc/acc dual καναχά̱ , καναχή sharp sound fem nom/voc sg (doric aeolic) καναχός noisy neut nom/voc/acc pl καναχά̱ , καναχός noisy fem nom/voc/acc dual καναχά̱ , καναχός noisy fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καναχᾶ — καναχής plashing neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) καναχής plashing masc/fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καναχάν — καναχά̱ν , καναχή sharp sound fem acc sg (doric aeolic) καναχά̱ν , καναχός noisy fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καναχάς — καναχά̱ς , καναχή sharp sound fem acc pl καναχά̱ς , καναχός noisy fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καναχή — καναχή, δωρ. τ. καναχά, ἡ (Α) 1. ισχυρός κρότος, θόρυβος, οξύς ήχος αντήχηση 2. (για τα δόντια) τριγμός, τρίξιμο 3. (για τον αυλό και τη φόρμιγγα) ήχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kan «ηχώ, τραγουδώ» από όπου και τα λατ. canō «τραγουδώ», αρχ.… … Dictionary of Greek